- ὁμολογοῦσαν
- ὁμολογέωto bepres part act fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Δελφινείον — Ένα από τα πέντε δικαστήρια της αρχαίας Αθήνας, αρμόδιο για την εκδίκαση υποθέσεων φόνου. Ιδρύθηκε όταν η πολιτεία κατήργησε με τους νόμους της το δικαίωμα αυτοδικίας των πολιτών εναντίον εκείνου που σκότωνε συγγενή τους. Στο υπαίθριο αυτό… … Dictionary of Greek
Ευλόγιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας (570 607). Η μνήμη του τιμάται στις 13 Φεβρουαρίου. 2. Ε ο μάρτυς. Καταγόταν από την Παλαιστίνη και μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 5 Μαρτίου. 3. Ε. ο όσιος.… … Dictionary of Greek